- αἴπολος
- αἴπολ-ος, ὁ,A goatherd,
αἰπόλος αἰγῶν Od.20.173
, cf. Hdt.2.46, Pl.Lg.639a, LXX Am.7.14.II αἰπόλος· κάπηλος (Cypr.), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἰπόλος αἰγῶν Od.20.173
, cf. Hdt.2.46, Pl.Lg.639a, LXX Am.7.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιπόλος — αἰπόλος, ο (Α) 1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός 2. στον Ησύχιο «αἰπόλος κάπηλος» η σημ. «κάπηλος» είτε αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία τού ομηρ. χωρίου ρ 247 (Leumann) είτε, το πιθανότερο (Latte), αποτελεί παρανάγνωση τού ἀί πολος (= ἀεί πολος) που θα… … Dictionary of Greek
αἰπόλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλοις — αἴπολος goatherd masc dat pl αἰπόλος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλου — αἴπολος goatherd masc gen sg αἰπόλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλους — αἴπολος goatherd masc acc pl αἰπόλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλων — αἴπολος goatherd masc gen pl αἰπόλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλῳ — αἴπολος goatherd masc dat sg αἰπόλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλε — αἰπόλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλοι — αἰπόλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλον — αἰπόλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴπολε — αἴπολος goatherd masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)